κεσέμι

κεσέμι
το
(λ. τουρκ.), το κριάρι που πηγαίνει μπροστά από τα πρόβατα και τα οδηγεί: Δεν το σφάζει, γιατί το 'χει κεσέμι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεσέμι — το το κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί τα πρόβατα, μπροστάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kosem] …   Dictionary of Greek

  • γκεσέμι — και γκιοσέμι και κεσέμι, το τράγος ἡ κριάρι που οδηγεί ολόκληρο το κοπάδι, μπροστάρι, σούρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kosem] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”